- ἐμφυσηματώδης
- ἐμφῡσ-ημᾰτώδης, ες,A like an ἐμφύσημα, Id.7.609.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφυσηματώδης — ἐμφυσηματώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με εμφύσημα … Dictionary of Greek
ἐμφυσηματῶδες — ἐμφυσηματώδης like an masc/fem voc sg ἐμφυσηματώδης like an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)